- βολῇσιν
- ἀντιβολέωmeetpres subj act 3rd sg (epic)βολέωto be strickenpres subj act 3rd sg (epic)βολήthrowfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενίσσω — ἐνίσσω (Α) παράλλ. τ. τού ενίπτω* 1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω 2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ ἔπεσίν τε κακοῑσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» τόν προσβάλλαμε, τόν κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek